Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Αντώνης Σαμαράκης

Την προηγούμενη εβδομάδα που πήγαμε στη Βουλή, ελάχιστοι ήξεραν ότι στη φωτογραφία της εισόδου ήταν ο Αντώνης Σαμαράκης κι επειδή άκουσα τρελά πράγματα για το ποιος μπορεί να είναι... παρακάτω θα βρείτε μια σύντομη βιογραφια και το διήγημα "Το ποτάμι".


Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919, σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών απ΄όπου αποφοίτησε το 1941. Υπήρξε παράλληλα υπάλληλος του υπουργείου Εργασίας, όταν τον απομάκρυνε η δικτατορία του Μεταξά. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και στην εξέγερση κατά της πολιτικής επιστράτευσης. Συνελήφθη, βασανίστηκε, στερήθηκε πολιτικά δικαιώματα.

Η λογοτεχνική του διαδρομή ξεκίνησε με την ποίηση. Ακολούθησε η αφηγηματική πεζογραφία, με βιβλία που του προσέδωσαν παγκόσμια φήμη: Το ¨Ζητείται Ελπίς¨. το ¨Σήμα Κινδύνου¨, το ¨Λάθος¨, ¨Το Διαβατήριο¨, ¨Αρνούμαι¨, ¨Κόντρα¨ και το ¨Εν Ονόματι¨.
Τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Εξετάζουν ζητήματα όπως η ειρήνη, η ελευθερία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όλο του το έργο είναι εμπνευσμένο από την αγάπη του για τα παιδιά.
Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικά και ξένα σχολικά και πανεπιστημιακά βιβλία. Κάποια έχουν γυριστεί σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες. Για τη συλλογή διηγημάτων Αρνούμαι τιμήθηκε το 1962 με το κρατικό βραβείο διηγήματος. Το μυθιστόρημά του Το Λάθος, του 1965, απέσπασε δύο λογοτεχνικά βραβεία στην Ελλάδα, το βραβείο «των 12» το 1966, το βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας στη Γαλλία το 1970, και το κρατικό βραβείο Τεχνών και Λογοτεχνίας το 1995.
Κηρύχθηκε ομόφωνα επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας των πανεπιστημίων της Αθήνας, των Πατρών και των Ιωαννίνων. Ήταν επίσης επίτιμος δημότης σε 37 πόλεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Τιμήθηκε ακόμα με το μεγαλόσταυρο του Τάγματος Εθνάρχου Μακαρίου και με τη διάκριση ειρήνης και μετάλλιο από την Έκκληση της Ακρόπολης για την ειρήνη, τη ζωή και τον πολιτισμό.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ 1919 - 2003Με μεγάλη κοινωνική δράση υπήρξε από τους δημοφιλέστερους Έλληνες τόσο ως συγγραφέας όσο και ως ενεργός πολίτης. Για 20 χρόνια προσέφερε ανεκτίμητη βοήθεια στην UNICEF. Το 1984 ήταν επικεφαλής της ελληνικής εκστρατείας ενάντια στο λιμό στην Αιθιοπία όπου ταξίδεψε δυο φορές και έγραψε τα κείμενα της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη "Αιθιοπία: Οδοιπορικό Θανάτου και Οδοιπορικό Ζωής" που «γύρισε» για τη UNICEF η ΕΡΤ.Εργάσθηκε ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα.
Το 1989 ανακηρύχθηκε από τη UNICEF πρώτος Έλληνας Πρεσβευτής Καλής Θέλησης για τα παιδιά του κόσμου, τίτλο που τίμησε επάξια μέχρι το τέλος της ζωής του με την αφοσίωση και ανιδιοτελή προσφορά του. Έχει βραβευθεί από πολλούς φορείς, κυβερνητικούς και μη, τόσο για το συγγραφικό έργο του όσο και για την κοινωνική του δράση.
Πέθανε τον Αύγουστο του 2003 σε ηλικία 84 ετών.


Πηγή

Το ποτάμι



Από τη συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

            Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
            Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
            Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι.
Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
            Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
            Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
            Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
            Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ' αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
            Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
            Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
            Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε
πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
            Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
            Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ' ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας...
            - Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ' από τα δόντια του
κείνη τη νύχτα.
            Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
            Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η δια
ταγή της Μεραρχίας!
            Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (...)
            Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει...


            Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ' αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
            Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά... Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
            Σ' ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
            Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ' ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα 'σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
            Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια...
            Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
            Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
            Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ' ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
            Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
            Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
            Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να 'ναι ένας από τους Άλλους.
            Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ' όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
            Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
            Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
            Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
            Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
            Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος
τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
            Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερoυγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.


Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Γιάννης Ρίτσος- Επιτάφειος



(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):
I
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,
τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;
Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;
Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.
Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.
Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.
II
Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.
Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.
Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.
Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.
III
Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,
Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,
Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,
Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;
ΙV
Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
...
ΙΧ
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.
Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:
Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.
Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;


Πηγή

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Τον εαυτό του παιδί...

Φοβερή μουσική... φοβεροί στίχοι!


Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι κρατάει
στα ίδια μέρη κι απόψε η ζωή θα τους πάει.
θα περάσουν ξανά απ' της μνήμης τα σπίτια
από θάλασσες άδειες, απ' του φόβου τα δίχτυα.

Θα σταθούνε μαζί και θα δουν να περνάνε
σαν καράβια οι στιγμές που ποτέ δε γερνάνε
και τα πρόσωπα που έγιναν δρόμοι κι αιώνες
και τα όνειρα που έσκαψαν μες στα χρόνια κρυψώνες.

Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ' τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να 'χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο.

Τον εαυτό του παιδί απ' το χέρι θα πιάσει
σαν γυαλί μια στιγμή θα ραγίσει, θα σπάσει
θα χωρίσουν μετά κι ο καθένας θα πάει
σ' έναν κόσμο μισό που τους δυο δεν χωράει.



Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας!




Η πρώτη Ημέρα της Γυναίκας εορτάστηκε στις ΗΠΑ στις 28 Φεβρουαρίου του 1909. Καθιερώθηκε από το Σοσιαλιστικό Κίνημα ως τιμή στις γυναίκες – απεργούς της βιομηχανίας ενδυμάτων – οι οποίες αξίωσαν καλύτερες εργασιακές συνθήκες και «ίση αμοιβή για ίση εργασία» με τους άνδρες. Στις ΗΠΑ για πρώτη φορά οι γυναίκες οργανώθηκαν σε συνδικάτα – καθώς τότε το κύριο συνδικάτο AFL (American Federation of Labor) δεν εκπροσωπούσε γυναίκες εργάτριες, ούτε μαύρους, παρά μόνο λευκούς άνδρες.
Ο διεθνής χαρακτήρας της Ημέρας της Γυναίκας καθιερώθηκε το 1910 στην πρώτη διεθνή διάσκεψη Γυναικών στα πλαίσια της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, στην Κοπεγχάγη. Η πρόταση για μία Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας έγινε από την σημαντική Σοσιαλίστρια πολιτικό Κλάρα Ζέτκιν. Η Ζέτκιν πρότεινε η ημέρα αυτή να αφιερωθεί στις αμερικανίδες εργάτριες – για τους σημαντικούς τους αγώνες – και η πρόταση έγινε δεκτή ομόφωνα από τις περισσότερες από 100 γυναίκες – εκπροσώπους (από 17 χώρες) οι οποίες συμμετείχαν. Μεταξύ τους ήταν οι πρώτες γυναίκες – βουλευτές στο Κοινοβούλιο της Φινλανδίας.
Την επόμενη χρονιά η Ημέρα γιορτάστηκε στις 19 Μαρτίου με μεγάλες πορείες να πραγματοποιούνται στην Αυστρία, τη Δανία, τη Γερμανία και την Ελβετία. Αιτήματα ήταν να επεκταθεί το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και στις γυναίκες , ίσα εργασιακά δικαιώματα, η καταπολέμηση των διακρίσεων κ.α.
Κατά τη διάρκεια και πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο το Γυναικείο Κίνημα συνδέθηκε με το Αντιπολεμικό Κίνημα. Οι γυναίκες της Ρωσίας συμμετείχαν σε μαζικές διαδηλώσεις γιορτάζοντας την Ημέρα την τελευταία Κυριακή του Φεβρουαρίου, ενώ σε όλη την Ευρώπη στις 8 Μαρτίου ή κοντά σε αυτή την ημερομηνία διοργανώθηκαν πορείες από γυναίκες για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, την έκφραση αλληλεγγύης καθώς και εναντίον του πολέμου.
Το 1917 κατά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων οι Ρωσίδες συμμετείχαν μαζικά σε απεργίες και διαδηλώσεις διεκδικώντας «Ψωμί και Ειρήνη». Αυτό έγινε την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου η οποία με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο «πέφτει» στις 8 Μαρτίου. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Τσάρος εκθρονίζεται και η προσωρινή κυβέρνηση παραχωρεί στις γυναίκες δικαίωμα ψήφου.
Μετά την Επανάσταση η πρωτεργάτης για τα δικαιώματα των γυναικών Αλεξάνδρα Κολοντάι πείθει τον Λένιν να γίνει η Ημέρα της Γυναίκας εθνική γιορτή, πράγμα που έγινε. Από το 1965 και μετά, στην ΕΣΣΔ η Γιορτή της Γυναίκας καθιερώνεται και ως αργία.
Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας καθιερώνεται από τα Ηνωμένα Έθνη να τιμάται στις 8 Μαρτίου, το 1975, ενώ το 1977 η Γενική Συνέλευση υιοθετεί ψήφισμα βάσει του οποίου καθιερώνεται να τιμώνται τα δικαιώματα των Γυναικών και η Παγκόσμια Ειρήνη από τα κράτη – μέλη, σε όποια ημερομηνία θεωρούν πιο κατάλληλη σε σχέση με την ιστορία και την παράδοση του καθενός.
Υιοθετώντας αυτό το ψήφισμα τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν το ρόλο των γυναικών στο κίνημα υπέρ της Ειρήνης, στην ανάπτυξη ενώ παράλληλα καλούν για την άρση των διακρίσεων εναντίον τους και την ενθάρρυνση της ίσης και πλήρους συμμετοχής των γυναικών στην κοινωνία. 


 

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Προσκάλεσαν σε ένα πάρτι διάφορους διάσημους επιστήμονες και να τί απάντησαν για το αν θα έρθουν ή όχι:


Προσκάλεσαν σε ένα πάρτι διάφορους διάσημους επιστήμονες και να τί απάντησαν για το αν θα έρθουν ή όχι:

Ο Αμπέρ αναρωτιόταν αν φήμη του έχει ακόμα ρεύμα.
Ο Μπόυλ είπε ότι ήταν πολύ πιεσμένος.
Ο Δαρβίνος είπε ότι ήθελε να δει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Ο Ντεκάρτ είπε ότι θα το σκεφτόταν.
Ο Έντισον είπε ότι ήταν μία λαμπρή ιδέα.
Ο Αϊνστάιν είπε ότι είναι σχετικά εύκολο να έρθει.
Ο Χώκινς είπε ότι εξοικονομεί χρόνο για να κάνει κενό χώρο στην ατζέντα του.
Ο Χάιζενμπέργκ ήταν αβέβαιος για το αν θα έρθει.
Ο Χέρτζ είπε ότι στο μέλλον θα έρχεται πιο συχνά.
Ο Μέντελ είπε ότι θα συνδυάσει κάποια πράγματα και θα δει τι θα προκύψει.
Ο Μόρς είπε ότι θα έρθει στην στιγμή. Τελεία και παύλα.
Ο Νιούτον είπε ότι θα μας την πέσει.
Του Παβλόφ του έτρεξαν τα σάλια στην ιδέα..
Ο Πιέρ και η Μαρί Κιουρί ακτινοβολούσαν από ενθουσιασμό.
Ο Σρέντιγκερ ειπεί ότι έπρεπε να πάει την γάτα του στον κτηνίατρο.
Ο Βόλτα ηλεκτρίστηκε από συγκίνηση.
Ο Βατ είπε ότι θα βάλει τα δυνατά του.
Ο Αρχιμήδης είπε ότι πνίγεται και προσπαθεί να επιπλεύσει